- στατιών
- (I)-ῶνος, ὁ, Ανηστεία.————————(II)-ῶνος, ὁ, ἡ, ΜΑμσν.θέση τού στρατιώτη, σκοπιάαρχ.1. σταθμός, κατάλυμα στρατιωτών2. ναύσταθμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. statiō, -iōnis «στάση, σταθμός, κατάλυμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στατιωνάριος — και στατιωνᾱρις, ὁ, Α επικεφαλής τής φρουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. statiōnarius (< statio, iōnis), βλ. λ. στατιών (II)] … Dictionary of Greek
στατιωνίζω — Α [στατιών, ῶνος (II)] εκτελώ την υπηρεσία μου ως φύλακας … Dictionary of Greek